- επιτροπεύσιμος
- ος , ον подлежащий опеке
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιτροπεύσιμος — η, ο (Α ἐπιτροπεύσιμος, ον) [επιτροπεύω] αυτός που χρειάζεται να επιτροπευθεί, που έχει ανάγκη επιτροπείας … Dictionary of Greek
επιτροπεύσιμος, -η — ο που μπορεί να επιτροπευτεί, που είναι ανάγκη ή αξίζει να επιτροπεύεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)